ταγηνοστρόφιον

ταγηνοστρόφιον
τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταγηνοστρόφιον — slice for turning things over in a frying pan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανόστροφον — τὸ, Α το ταγηνοστρόφιον*, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”